Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Μια Μέρα σε Ένα Σταθμό Ασυνόδευτων Εφήβων στα Εξάρχεια

Φτάνω στον ξενώνα –είναι ένα παλιό νεοκλασικό σπίτι στην αρχιτεκτονική αισθητική του ’30. Στα σκαλιά της είσοδου, στην οδό Ισαύρων, κάθεται ένας μικροκαμωμένος  μπόμπιρας –κρατά μια μπάλα ποδοσφαίρου και φορά τη φανέλα της Μπαρτσελόνα. Μου ρίχνει μια ερευνητική ματιά, καθώς ανοίγω τη βαριά ξύλινη πόρτα. Προτού προλάβω να κάνω δυο βήματα, πετάγεται και με ακολουθεί. «Ποιον ψάχνετε κύριε;», με ρωτά με ύφος ενήλικου. Δεν πρέπει να ‘ναι πάνω από 12 ετών. Κρατά σφιχτά τη μπάλα στην αγκαλιά του. «Δώσε μου να σου δείξω ένα κόλπο», του λέω για να «σπάσω» τον πάγο. Τελικά παραλίγο να σπάσω ένα βάζο στο χολ -η μπάλα αναπηδά νευρικά έως το καθιστικό. Ο μπόμπιρας ξεσπά σε γέλια. «Καλά, κύριος είστε τελείως άμπαλος», με ταπεινώνει. Προς στιγμήν, μένω έκπληκτος που γνωρίζει την «τοπική» ποδοσφαιρική αργκό -αργότερα μιλώντας μαζί του θα αντιληφθώ καλύτερα  γιατί ένα 12χρονο από το Πακιστάν γνωρίζει τη λέξη «άμπαλος».

Πλησιάζοντας στο καθιστικό, το μάτι μου πέφτει πάνω σε μια παρέα παιδιών –όλα κοντά στην εφηβεία. «Αυτοί είναι οι λεβέντες μου...», μου λέει ο Φώτης Παρθενίδης, κοινωνικός λειτουργός και υπεύθυνος προγραμμάτων του «Συλλόγου Μερίμνης Ανηλίκων». Συνολικά στον ξενώνα «Σταθμός Εφήβων» ζουν σήμερα 15 παιδιά –όλα χαρακτηρισμένα ως «δύσκολες περιπτώσεις» με ιδιαιτέρως εύθραυστο ψυχισμό. Παιδιά πρόσφυγες, κακοποιημένα, κυνηγημένα, ορφανά που είδαν τους γονείς τους να δολοφονούνται μπροστά στα μάτια τους ή άλλα που κρατούνταν αλυσοδεμένα στα σκλαβοχώραφα της Μανωλάδας. «Ο ξενώνας ειδικεύεται στα ασυνόδευτα ανήλικα εδώ και δεκαετίες...» μου λέει ο Φώτης. «Γνωρίζουμε καλά τι είδους φροντίδα και υποστήριξη χρειάζονται αυτά τα παιδιά για να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν και να επανενταχθούν. Γι’ αυτό και φιλοξενούμε κατά κύριο λόγο τις πιο ευαίσθητες περιπτώσεις». Όλα βρίσκονται εδώ με το χαρακτηρισμό «ασυνόδευτος ανήλικος» -τον όρο που χρησιμοποιεί το ελληνικό κράτος για τα παιδιά τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς, κάτω των 18 ετών, που εισέρχονται στην Ελλάδα χωρίς τη συνοδεία κάποιου ενήλικου -υπεύθυνου για τη φροντίδα τους- ή που εγκαταλείπονται μετά την είσοδό τους στην Ελλάδα. Ρωτώ τον Φώτη πόσα ασυνόδευτα παιδιά καταλήγουν στην Ελλάδα κάθε χρόνο. «Ο αριθμός δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια –πολλές περιπτώσεις δεν καταγράφονται καν. Για να έχεις μια εικόνα θα πρέπει να απευθυνθείς στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης που κρατά στατιστικά», με προτρέπει.

Μαθαίνω ότι το 2013 το ΕΚΚΑ δέχθηκε συνολικά 1150 αιτήματα για ασυνόδευτα παιδιά –το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών [95,65%] ήταν αγόρια, ενώ μόλις το 4,35% [περίπου 50 αιτήματα] αφορούσαν κορίτσια. Από τα 1150 αιτήματα, τα 34 είχαν να κάνουν με παιδιά μικρότερα των 12 ετών. Αναζητώ το χρόνο αναμονής που απαιτείται ώστε οι ασυνόδευτοι ανήλικοι να τοποθετηθούν σε έναν ξενώνα. Ο μέσος όρος από τη στιγμή που το ΕΚΚΑ λαμβάνει ένα αίτημα μέχρι την εξεύρεση μιας θέσης φιλοξενίας είναι περίπου 13 μέρες, ενώ μεσολαβούν άλλες 12 από την έκδοση του σχετικού εγγράφου μέχρι τελικά  ο ανήλικος να τακτοποιηθεί. Κατά τη διάρκεια αυτών των 25 ημερών τα παιδιά βρίσκονται συνήθως είτε υπό «κράτηση» -κάτω από συνήθως άθλιες συνθήκες από την ελληνική αστυνομία- είτε άστεγα είτε σε επισφαλή σπίτια με αγνώστους. Το 2012 ο χρόνος αναμονής για μια θέση σε δομές φιλοξενίας άγγιζε τις 30 ημέρες –σήμερα, παρότι κατά τη διάρκεια του 2013 έκλεισαν δυο ξενώνες ασυνόδευτων ανηλίκων, ενώ τρεις ακόμα ανέστειλαν τη λειτουργία τους για δυο περίπου μήνες, ο χρόνος έχει μειωθεί κατά πέντε ημέρες.

Σκαλίζοντας τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, παρατηρώ ότι τα περισσότερα αιτήματα το 2013 αφορούσαν ασυνόδευτα παιδιά από το Αφγανιστάν [640], το Πακιστάν [140] και τη Συρία [108], ενώ ακολουθούσαν στη θλιβερή λίστα το Μπαγκλαντές [75], η Σομαλία [34], το Ιράκ [25], η Δημοκρατία του Κογκό [15] και δεκάδες άλλες χώρες κατά κύριο λόγο της Αφρικής και της Ασίας.

Προς στιγμήν, αναρωτιέμαι ποιοι φορείς ή δομές προωθούν τα αιτήματα για στέγαση και φιλοξενία των ασυνόδευτων ανήλικων στο ΕΚΚΑ, δεδομένης της γραφειοκρατίας, της ελλειπούς οργάνωσης και συχνά της αδιαφορίας του ελληνικού κράτους σε  μεταναστευτικά ζητήματα. Για το 2013 οι περισσότερες παραπομπές έγιναν από την ελληνική αστυνομία [450 αιτήματα], αλλά και ΜΚΟ  [421] οι οποίες δραστηριοποιούνται σε προγραμμάτα ασυνόδευτων παιδιών. Επίσης αιτήματα εστάλησαν από την  Υπηρεσία Ασύλου [103], το ΚΕΠΥ [76], τις εισαγγελίες [36], τις επιτροπές προσφύγων [35], κάποια ελληνικά νοσοκομεία [21], ιδιώτες [6] και δύο  δημόσιους οργανισμούς. Την ίδια ώρα χιλιάδες περιπτώσεις δεν κατεγράφησαν ποτέ, «αόρατα»  παιδιά που πέρασαν κάτω από τα σκουριασμένα ραντάρ της ελληνικής πολιτείας και είτε «χάθηκαν» στα πλοκάμια δουλεμπορικών κυκλωμάτων είτε «δραπέτευσαν» για τον επόμενο ευρωπαϊκό «παράδεισο».

Στον ξενώνα είναι η ώρα για το μάθημα ελληνικών. Ο Χ. ένας 15χρονος «διαβολάκος» από το Αφγανιστάν σηκώνει το τραπέζι στο πόδι γιατί ο Φώτης δεν τον αφήνει να πάει βόλτα «... με το κορίτσι του» αν δεν ολοκληρωθεί το μάθημα. «Δυο έχω...», μου λέει συνωμοτικά ενώ κάθεται στο τραπέζι για λίγη εξάσκηση στα ελληνικά του. «Θα σε πάρουν στο κυνήγι αν δεν διαλέξεις μία», ηθικολογώ. Με κοιτάζει ξενερωμένος. «Τι λέει κύριε Φώτη αυτός; Δεν θέλω να διαλέξω». Ο Χ. πάει σε νυχτερινό σχολείο και ζει στον ξενώνα μόλις τον τελευταίο μήνα. Δίπλα του κάθεται ο Χ. Από το Αφγανιστάν κι αυτός, 17 ετών. Έφυγε από τη χώρα του κυνηγημένος από τους Ταλιμπάν για φυλετικούς λόγους. Σιγά, σιγά το σαλόνι γεμίζει και με τα υπόλοιπα παιδιά -το μάθημα ξεκινά.

Η Ελευθερία, κοινωνική λειτουργός στον ξενώνα, προσφέρεται να με ξεναγήσει στο χώρο. Καθώς ανεβαίνουμε τη μεγάλη ξύλινη σκάλα τη ρωτώ πόσα ασυνόδευτα παιδιά είναι στο δρόμο δίχως βοήθεια από τις δομές. Κουνάει το κεφάλι. «Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα;», μου λέει. Επί της ουσίας τα μόνα διαθέσιμα επίσημα στοιχεία για τους ασυνόδευτους ανήλικους που βρίσκονται στη χώρα μας είναι αυτά που εμφανίζει το [πρώην] Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για όσα παιδιά υποβάλλουν αίτημα ασύλου και το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τους ανηλίκους που στεγάζονται στα Κέντρα Φιλοξενίας.

Τριγυρίζουμε στα δωμάτια. Τέσσερα συνολικά συν ένα στον κάτω όροφο -εκεί ζουν οι Βενιαμίν του ξενώνα, ο Τ. που είναι 12 ετών, ο Α. που είναι 13 και ο Α. στα 15. Ο Α. και ο Α. είναι αδέρφια από την Ερυθραία –έφυγαν μέσα σε μια νύχτα με τη μητέρα τους, δίχως να ξέρουν το λόγο. Στην Ελλάδα χωρίστηκαν κι από αυτήν –η ίδια ζει πλέον σε άλλη χώρα. Περιμένουν ότι μια μέρα θα τη συναντήσουν και πάλι. Ο Τ. είναι διαφορετική ιστορία. Είδε τη μητέρα του να δολοφονείται εν ψυχρώ κατόπιν εντολής του πατέρα του, ενώ ο ίδιος φυγαδεύτηκε από συγγενείς  του. Η 13χρονη αδερφή του ζει ακόμα στο Πακιστάν –του λείπει πολύ. «Θα μεγαλώσω και θα τη φέρω εδώ μια μέρα», μου λέει. Για την ώρα δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Οι μνήμες από την κακοποίηση που είχε υποστεί από τον πατέρα του είναι ακόμα νωπές και οι κίνδυνοι μεγάλοι.

Στο διπλανό δωμάτιο ζουν ο Ι. από την Σομαλία, 16 ετών, ένα γεροδεμένο αλλά σιωπηλό αγόρι με άγνωστο παρελθόν, ο Ρ. από το Αφγανιστάν, 15 ετών, ο οποίος περιμένει να επανενωθεί με την οικογένεια του και ο Μ. στα 15 του –αυτός μαθαίνω είναι σχετικά καινούριος στον ξενώνα. Μοιάζει μεγαλύτερος –οι ερωτήσεις του έχουν απαντήσεις. Των υπόλοιπων παιδιών, όχι.

Ανοίγοντας την επόμενη πόρτα πέφτω πάνω στον Σ. από το Μπαγκλαντές. Είναι κοντά στα 18 και σε λίγο καιρό θα πρέπει να φύγει από το «Σταθμό Εφήβων». Τον βρήκαν αλυσοδεμένο στη Μανωλάδα σε άσχημη κατάσταση -είχε κακοποιηθεί βάναυσα. Δεν μιλά πολύ, τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνά μόνος στο δωμάτιο. Μαζί του μένει ο Σ. από το Αφγανιστάν, 17 ετών, ο οποίος είχε περάσει έναν ολόκληρο χρόνο σε κέντρο υποδοχής μεταναστών, παρότι ανήλικος. Για μια αντίστοιχη περίπτωση σαν αυτή, η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων -στις 5 Απριλίου 2011- για την πολύμηνη παράνομη κράτηση ενός άλλου ασυνόδευτου ανήλικου Αφγανού, το 2007, στο κέντρο κράτησης της Παγανής στην Λέσβο.

Στο απέναντι δωμάτιο ζει ο Μ. από την Ερυθραία και ο  Α. από το Μπαγκλαντές –είναι συνομήλικοι, κοντά στα 17. Ο Μ. είναι ένα εξόχως γελαστό και κοινωνικό παιδί –αν και φέρει στις αποσκευές του μια τραγική ιστορία. Χαζεύω τις ζωγραφιές του στον τοίχο. Απαλές γραμμές, ακαθόριστα σχήματα, ζωηρά χρώματα -η υπόλοιπη «συμμορία» του ξενώνα έχει τον Μ. υπό την προστασία της. Μικρά παιδιά που μπρος στην ανθρώπινη κωμωδία βρίσκουν το στοιχειώδες θάρρος να προστατεύσουν τον αδύναμο, να δημιουργήσουν δεσμούς, να επιβιώσουν δίχως να αδιαφορούν για το ποιος στέκει δίπλα τους. Μικρά παιδιά που παλεύουν να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν, μικρά παιδιά παίζουν μπάλα με το κράνος μου στο χολ. Μάλλον δεν έπρεπε να το αφήσω εκεί.

Κατευθύνομαι στο γραφείο του Φώτη –το μάθημα ελληνικών έχει ολοκληρωθεί. Τα παιδιά σκορπίζονται –άλλα τρέχουν να προσκυνήσουν τη στρογγυλή θεά στην πλατεία, άλλα ξεχύνονται στα στενά των Εξαρχείων για να μαδήσουν μαργαρίτες με τα κορίτσια τους, άλλα βολτάρουν με τα ποδήλατα, ανέμελοι καβαλάρηδες για λίγες ώρες. «Στις 19.00 όλοι πίσω...», προειδοποιεί ο Φώτης. Πατέρας κανονικός -ένας «πολύτεκνος» κάμποσων ηπείρων και άλλων τόσων θαλασσών. «Τα τελευταία δέκα χρόνια ο Σύλλογος δουλεύει αποκλειστικά με ασυνόδευτους ανήλικους αιτούντες άσυλο. Σε αυτό το διάστημα έχουν φιλοξενηθεί στον ξενώνα 280 παιδιά –συνολικά βέβαια από περάσει από τη δομή 2.700 ανήλικοι από τότε που ιδρύθηκε, το 1924. Eίναι η παλαιότερη για ασυνόδευτα παιδιά».

Το 2013 ο Σύλλογος Μερίμνης Ανηλίκων φιλοξένησε 13 ασυνόδευτους ανήλικους, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου  Κοινωνικής Αλληλεγγύης –τα υπόλοιπα 1.137 αιτήματα μοιράστηκαν σε κατά τόπους ξενώνες όπως στο Κέντρο Παιδικής Μέριμνας Κόνιτσας [343 παιδιά], στο ΕΕΣ Αγριά [247], στην Άρσις στη Θεσσαλονίκη [121] αλλά και πολλές άλλες δομές. Ρωτώ τον Φώτη αν θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν περισσότερα παιδιά. «Έχουμε επιλέξει να δεχόμαστε μέχρι ένα συγκεκριμένο αριθμό ώστε να εξασφαλίζουμε στα παιδιά καλές συνθήκες διαβίωσης. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτά τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από λύπηση ή οίκτο, αλλά από υποστήριξη και φροντίδα. Πολλά είναι θύματα σεξουαλικού trafficking, βασανιστηρίων, δουλεμπορικών κυκλωμάτων εργασίας, χρειάζονται πολύ συγκεκριμένο χειρισμό για να σε εμπιστευτούν, να ανοιχτούν, να σου πουν την ιστορία τους –συχνά απαιτείται και συνεργασία με άλλες δομές, αν για παράδειγμα χρειάζονται ψυχολογική παρακολούθηση ή κάποιου άλλου τύπου βοήθεια. Τα περισσότερα είναι σε κατάσταση σοκ. Έχουν φύγει βίαια από τις χώρες τους, έχουν περάσει τα πάνδεινα από τους διακινητές και όταν εισέρχονται στην Ελλάδα κρατούνται σε κέντρα υποδοχής –όλη αυτή η διαδικασία είναι τρομερά επίπονη για τον ευαίσθητο  ψυχισμό ενός παιδιού οκτώ-εννιά ετών».

Από την άλλη όσα κλείνουν τα 18 πρέπει, σύμφωνα με τη νομοθεσία, να φύγουν από τον ξενώνα. Ρωτώ πόσο δύσκολο είναι αυτό, ψυχολογικά και για εκείνα αλλά και για τους κοινωνικούς λειτουργούς. «Πάρα πολύ...», απαντά χωρίς σκέψη ο Φώτης. «Πολλά από αυτά τα παιδιά  μεγάλωσαν εδώ μαζί μας. Δεθήκαμε, αγαπηθήκαμε, νοιαστήκαμε ο ένας για τον άλλον. Το καλό είναι ότι διατηρούμε επαφές, έρχονται μας βλέπουν, πάω εγώ πίνουμε καφέ, λέμε τα νέα μας. Συνεχίζετε η σχέση μας, τα βοηθάμε να βρουν σπίτια, δουλειές, να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Πρόσφατα συνέβη κάτι που με συγκίνησε πολύ. Ήμουν στην είσοδο και ξαφνικά είδα έναν άντρα κοντά στα 45-50 να παρατηρεί το κτίριο. Τον ρώτησα αν μπορώ να τον βοηθήσω σε κάτι. Με κοίταξε και μου ‘πε ‘’Να ‘σαι καλά αγόρι μου, δεν θέλω κάτι. Απλώς πριν από 30  χρόνια έμενα εδώ σε αυτόν τον ξενώνα’’. Πιάσαμε την κουβέντα και μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του. Είχε κατέβει στην Αθήνα για δουλειές κι εκείνο το απόγευμα αποφάσισε, για πρώτη φορά στη ζωή του, να αναζητήσει το μέρος που έμενε μικρός. Ελπίζω ότι, μια μέρα, θα σταθούν κι άλλα παιδιά, έξω από αυτή την πόρτα, γυρεύοντας να συνεχίσουν τη διήγηση με τις δικές τους ιστορίες. Δεν θα ‘ναι ασυνόδευτα παιδιά τότε, μα ολόκληροι άντρες, άνθρωποι δυνατοί που έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή».

Αναδημοσίευση από http://www.vice.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου